κεφαλίζω

κεφαλίζω
κεφαλίζω (Α) [κεφαλή]
αποκεφαλίζω, καρατομώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνακεφαλίσῃ — ἀνά κεφαλίζω behead aor subj mid 2nd sg ἀνά κεφαλίζω behead aor subj act 3rd sg ἀνά κεφαλίζω behead fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακεφαλίσαι — ἀνά κεφαλίζω behead aor inf act ἀνακεφαλίσαῑ , ἀνά κεφαλίζω behead aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκεφαλίσαι — ἐκ κεφαλίζω behead aor inf act ἐκκεφαλίσαῑ , ἐκ κεφαλίζω behead aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκεφαλίσαι — ὑπό κεφαλίζω behead aor inf act ὑποκεφαλίσαῑ , ὑπό κεφαλίζω behead aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • ἀπεκεφαλίσαμεν — ἀπό κεφαλίζω behead aor ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεκεφαλίσθη — ἀπό κεφαλίζω behead aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεκεφαλίσθησαν — ἀπό κεφαλίζω behead aor ind pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεκεφάλιζε — ἀπό κεφαλίζω behead imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεκεφάλισα — ἀπό κεφαλίζω behead aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”